ατελεκτασία

ατελεκτασία
Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού παρεγχύματος (βλ. λ. πνεύμονες). Η απόφραξη βρόγχου μπορεί να προκληθεί από ανάπτυξη όγκου στον αυλό του, από ξένα σώματα, από πήγματα αίματος ή από φλεγμονή· μπορεί επίσης να προκληθεί α. ύστερα από σημαντικό περιορισμό των κινήσεων του θώρακα (συνήθως σε χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά) ή από συμπίεση του πνευμονικού παρεγχύματος λόγω υγρού ή όγκου του υπεζωκότος, από ανευρύσματα, περικαρδίτιδα και καρδιομεγαλία. Μια ειδική μορφή α. είναι η εμβρυϊκή, δηλαδή η ατελής έκπτυξη του πνεύμονα του νεογνού μετά τη γέννηση· αυτή μπορεί να οφείλεται σε ανωριμότητα, σε συγγενή υποτονία των αναπνευστικών μυών ή σε βλάβη των νευρικών κέντρων. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της α. εξαρτάται από την αιτία που την προκάλεσε.
* * *
η
ατελής ανάπτυξη των πνευμόνων (στο νεογέννητο) ή απώλεια της ικανότητας των πνευμόνων να γεμίζουν αέρα εν όλω η εν μέρει λόγω ειδικών αναπνευστικών διαταραχών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”